- αλά
- Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά γαλλικά (κρυφά, χωρίς να τον πάρουν είδηση), αγκινάρες αλά Πολίτα (μαγειρεμένες όπως στην Πόλη) κ.ά.
* * *επίρρ.1. συνάπτεται με άλλα επιρρήματα ή ονόματα για να δηλώσει ομοιότητα ή μίμησηφρ. «αγκινάρες αλά πολίτα», όπως τίς μαγειρεύουν στην Πόλη«κάθομαι αλά τούρκα», όπως οι Τούρκοι, οκλαδόν, σταυροπόδι«πιάνομαι ή κρατιέμαι αλά μπρατσέτα», αγκαζέ«πληρώνουμε αλά γερμανικά», πληρώνει ο καθένας τα δικά του έξοδα«τό σκάω ή τό στρίβω αλά γαλλικά», κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός2. συνάπτεται με κύρια ονόματα ή παρωνύμια προσώπων για να δηλώσει σχέση ομοιότητας ή μίμησης«αλά Γιάννη», όπως ο Γιάννης, κατά μίμηση τού Γιάννη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. alla < ala με συναίρεση τής πρόθεσης α και τού θηλ. άρθρου la, πρβλ. και γαλλ. a la francaise, a la grecque].
Dictionary of Greek. 2013.